- τιτίβισμα
- το, Νβλ. τιττύβισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτίβισμα — το, ατος κελάηδημα των πουλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιττύβισμα — και τιτίβισμα, το, Ν [τιττυβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιττυβίζω … Dictionary of Greek